- Νίκανδρος
- Νίκανδροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νίκανδρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με μαχαίρι. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Νοεμβρίου. 2. Ν. και Μαρκιανός. Στρατιώτες οι οποίοι μαρτύρησαν επί Μαξιμιανού, με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 8 Ιουνίου. 3. Καταγόταν… … Dictionary of Greek
Νούκιος, Νίκανδρος — (16ος αι.). Ψευδώνυμο του κωδικογράφου, εκδότη και συγγραφέα Ανδρόνικου Νούντζιου. Ήταν ο συγγραφέας του πρώτου νεοελληνικού ταξιδιωτικού βιβλίου. Καταγόταν από την Κέρκυρα, την οποία εγκατέλειψε μετά τη δίμηνη τουρκική πολιορκία του 1537 κι… … Dictionary of Greek
Никандр Колофонский — (Νίκανδρος, род. около 202 г. до Р. Хр.) греческий писатель александрийской эпохи. Из 17 его прозаических и поэтических сочинений, известных по заглавиям, до нас дошли только 2: θηριακά (958 гекз. о средствах против укушения ядовитых животных и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Νικάνδροιο — Νίκανδρος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικάνδρου — Νίκανδρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικάνδρῳ — Νίκανδρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκανδρε — Νίκανδρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκανδροι — Νίκανδρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκανδρον — Νίκανδρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Никандр (Паливос) — Епископ Серафим Επίσκοπος Νίκανδρος Епископ Дорилейский, викарий Австралийской архиепископии c 2001 Церковь … Википедия